κομψοῦ

κομψοῦ
κομψός
nice
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • κομψότητα — η (Α κομψότης, ητος) [κομψός] η ιδιότητα τού κομψού, λεπτότητα, χάρη αρχ. (για τη γλώσσα) γλαφυρότητα …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • Ανγκουμουά — (Angoumois). Ιστορική περιοχή της δυτικής Γαλλίας, που ορίζεται από το Πουατού στα Β, το Σεντόνζ στα Δ, το Περιγκόρ στα Ν και το Λιμουζέν στα Α. Μορφολογικά παρουσιάζεται ως σειρά απαλών κυματιστών λόφων και άριστα καλλιεργημένων πεδιάδων, που… …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Ταντέο — (Taddeo Gaddi, Φλωρεντία, 1300; – 1366;). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Ο Γ. υπήρξε μαθητής και φίλος του Τζιότο. Σπουδαιότερο έργο του είναι το παρεκκλήσιο Μπαροντσέλι στη Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας (1332 38), αριστούργημα του κομψού ύφους… …   Dictionary of Greek

  • Γκουζόν, Ζαν — (Jean Goujon, Νορμανδία 1510; – Μπολόνια περ. 1565). Γάλλος γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γνωστός ήδη για την εργασία του στη Ρουάν (σχέδια για τη μητρόπολη και την εκκλησία του Σεν Μακλού), έφτασε στο Παρίσι πιθανώς το 1541, όπου εργάστηκε υπό τη… …   Dictionary of Greek

  • ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… …   Dictionary of Greek

  • νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… …   Dictionary of Greek

  • Όστερλινγκ, Άντερς Γιόχαν — (Osterling, Χάλσινμποργκ 1884). Σουηδός ποιητής. Ξεκίνησε σε αρκετά νεαρή ηλικία με διάφορες ποιητικές συλλογές συμβολιστικής έμπνευσης. Η προσωπικότητα του ως κομψού και ευαίσθητου ποιητή αποκαλύφθηκε στα σονέτα των Τραγουδιών του έτους (1907)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”